12 "κρυμμένα" διαμάντια στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Συντάκτης Discover Crete
Κουλτούρα
Κουλτούρα
Τελευταία νέα
- Optical House: Πείτε "αντίο" στην ταλαιπωρία των φακών επαφής στις διακοπές!
- Χριστούγεννα σε ένα καταφύγιο; Γιατί όχι;
- «Γραμμές Πλόων και Ονείρων»: Έκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Ζαχαράκη στη Δημοτική Πινακοθήκη Ηρακλείου – Βασιλική Αγίου Μάρκου
- Σε Σαχτούρια – Βουβάλα – Μέλαμπες ο Ορειβατικός Σύλλογος Ηρακλείου
- Χριστούγεννα στο Ενυδρείο Κρήτης: Μία μαγική εμπειρία!
Στους Βαρβάρους ή Μυρτιά, ένα πανέμορφο χωριό του Δήμου Αρχανών Αστερουσίων, εδρεύει το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη.
Στους κόλπους του φιλοξενεί 12 «κρυμμένα» διαμάντια:
- Το χειρόγραφο του «Ανήφορου»
- Το Σημειωματάριο - Ημερολόγιο του Αγίου Όρους
- Τις χειρόγραφες γραφές της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη
- Τη συλλεκτική πρώτη έκδοση του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
- Το σενάριο του Antony Quinn από την ταινία «Zorba the Greek»
- Σχέδια κοστουμιών του Γ. Τσαρούχη για την ταινία Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται
- Σχέδια κουστουμιών θεατρικού «Σόδομα και Γόμορρα»
- Κειμήλια από τον Ισπανικό Εμφύλιο
- Το πορτρέτο-σκίτσο Καζαντζάκη του Φώτη Κόντογλου
- Την ολόσωμη φιγούρα Καζαντζάκη από τερακότα
- Το φωτογραφικό άλμπουμ με τον Νίκο Καζαντζάκη το 1945 στην Κρήτη
- Το κρητικό βουργιάλι του Καζαντζάκη
Το χειρόγραφο του «Ανήφορου» σώζεται στο Μουσείο Καζαντζάκη και αποτελεί ένα κρυμμένο διαμάντι που βγήκε κυριολεκτικά «από το συρτάρι», καθώς από το 2010 αντίγραφα των πρώτων σελίδων του συμπεριλήφθηκαν στα τεκμήρια της επανέκθεσης του Μουσείου και είχαν ενταχθεί στην ενότητα με τα «συρτάρια», όπου βρίσκονταν τεκμήρια που έχριζαν περαιτέρω διερεύνησης. Το χειρόγραφο βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γιώργου Ανεμογιάννη, ιδρυτή του Μουσείου, μαζί με άλλα σπουδαία και άγνωστα ως τότε τεκμήρια, που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια.
Η πρώτη καταγραφή του άγνωστου ακόμη «Ανήφορου» έγινε το 2007, όταν το Μουσείο προέβη στη συντήρηση και ψηφιοποίηση του πολύτιμου υλικού του και στην αρχική επιστημονική τεκμηρίωση και καταλογογράφηση του αρχείου του. Το χειρόγραφο του «Ανήφορου» ήταν ανάμεσα σε αυτά που ταξινομήθηκαν τότε, αλλά δεν υπήρξε καμία ένδειξη για το αν επρόκειτο για ένα ολοκληρωμένο έργο και δεν υπήρχε κάποια αναφορά στον τίτλο, ο οποίος του έχει αποδοθεί τώρα. Ωστόσο, στην αρχική τεκμηρίωση του χειρογράφου υπήρχε η πληροφορία πως ο Καζαντζάκης αξιοποίησε ορισμένα κομμάτια από αυτό σε άλλα έργα και πως η Ελένη Καζαντζάκη είχε αναφερθεί σε αυτό ως αποκηρυγμένο έργο.
Το 2016 έγινε η αρχική ταύτιση του χειρογράφου με το «χαμένο» έργο ο Ανήφορος. Το 2017 το χειρόγραφο ταξίδεψε στην Αθήνα για το επετειακό αφιέρωμα με αφορμή το Έτος Καζαντζάκη. Το 2018 έγινε η πρώτη παρουσίασή του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Τον Οκτώβρη του 2022 εκδόθηκε σε βιβλίο, παρουσιάστηκε στο κοινό για πρώτη φορά στο Μουσείο Καζαντζάκη και ολόκληρο πλέον το χειρόγραφο εκτίθεται σε θεματική περιοδική έκθεση. Μετά τη λήξη αυτής, το χειρόγραφο θα ενταχθεί στα εκθέματα της Μόνιμης Έκθεσης του Μουσείου.
Ο Ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη γράφτηκε σχεδόν σε ένα μήνα, τον Αύγουστο του 1946 στο Κέιμπριτζ της Αγγλία και παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον Καπετάν Μιχάλη αλλά και με άλλα προγενέστερα ή μεταγενέστερα έργα του συγγραφέα.
Το έργο με την έκδοση και την κυκλοφορία του και σε μία μόλις εβδομάδα κατέκτησε την κορυφή στις λίστες με τα ευπώλητα των εφημερίδων και αναθέρμανε το ενδιαφέρον για τον Νίκο Καζαντζάκη Το Μουσείο Καζαντζάκη με την «ανακάλυψη» του γνωστού-άγνωστου «Ανήφορου» αναδεικνύεται σε κιβωτό διάσωσης και ανάδειξης τεκμηρίων που σχετίζονται με τη ζωή και το έργο του συγγραφέα.
Ένας από τους σημαντικότερους φίλους και συνοδοιπόρους στη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη ήταν ο Άγγελος Σικελιανός, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε έναν μεγαλόπνοο οραματιστή. Η σχέση τους, που έμεινε θρυλική, ξεκινά τον Νοέμβριο του 1914 με τη γνωριμία τους στα γραφεία του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» στην Αθήνα, όπου αναγνωρίζονται αμέσως ως πνευματικοί συνοδοιπόροι. Λίγες μέρες αργότερα ταξιδεύουν στο Άγιον Όρος για ένα σαρανταήμερο προσκύνημα, σχεδιάζοντας την ίδρυση νέας θρησκείας και μελετώντας Τολστόι, Βούδα και Δάντη. Το οδοιπορικό τους συνεχίζεται και τον επόμενο χρόνο σε άλλες περιοχές της κεντρικής Ελλάδας. Ο Καζαντζάκης φιλοξενείται συχνά στο σπίτι του Σικελιανού στη Συκιά Κορινθίας και η σχέση τους βαθαίνει για να περάσει στην πορεία από διάφορες διακυμάνσεις.
Την περιήγησή τους από την πρώτη, ιστορική πλέον, επίσκεψή τους στο Περιβόλι της Παναγίας φρόντισαν να μνημειώσουν και οι δυο καταγράφοντας ο καθένας στο προσωπικό του ημερολόγιο τις εντυπώσεις τους και είναι μεγάλη τύχη πως όχι μόνο σώζονται, μα έχουν εκδοθεί και τα δύο. Κι ενώ το Ημερολόγιο του Σικελιανού φυλάσσεται στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, το Ημερολόγιο του Καζαντζάκη σώζεται στο Μουσείο Καζαντζάκη.
Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα σημειωματάρια-ημερολόγια του συγγραφέα, το οποίο έχει γραφεί σε τεφτέρι-σημειωματάριο, από αυτά που χρησιμοποιούνταν ευρέως τους δύο προηγούμενους αιώνες για τήρηση οικονομικών λογαριασμών (βιβλία εσόδων-εξόδων). Το μέγεθος κάθε σελίδας είναι μόλις 11×16,4 εκατοστά και φέρει αρίθμηση στην πάνω δεξιά γωνία, στο recto των φύλλων. Χειρόγραφες σημειώσεις υπάρχουν και στις δύο όψεις του εξώφυλλου και του οπισθόφυλλου με τις οποίες συνολικά το Ημερολόγιο συναριθμεί 118 χειρόγραφες σελίδες. Το μεγαλύτερο μέρος του έχει γραφεί με μολύβι. Συναντώνται σπανιότερα και διαφορετικοί τρόποι γραφής, με μαύρο και μπλε μελάνι, που ενδεχομένως αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες και σημειώσεις. Σε αρκετά σημεία υπάρχουν διαγραφές, υπογραμμίσεις ή επισημάνσεις με κόκκινο ή μπλε χρώμα κατά τη συνήθη πρακτική του Καζαντζάκη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σκίτσα του, κυρίως οι χάρτες που έχει σχεδιάσει στην αρχή του Ημερολογίου τόσο της Χαλκιδικής όσο και της Χερσονήσου του Άθω, όπου αποτυπώνει και τη διαδρομή τους.
Το Ημερολόγιο ανήκει στη συλλογή των Αυτογράφων του συγγραφέα που κληροδότησε στο Μουσείο ο Γιώργος Ανεμογιάννης. Η Ελένη Καζαντζάκη παραχώρησε το Ημερολόγιο, όπως και άλλα σημαντικά τεκμήρια στον Ανεμογιάννη, τα οποία πιθανόν θεωρούσε και η ίδια πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικά μουσειακά εκθέματα. Το 1983 η Ελένη Καζαντζάκη επιβεβαίωνε την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη της στις προσπάθειες του Ανεμογιάννη λέγοντας χαρακτηριστικά στην ομιλία της κατά την τελετή των εγκαινίων του Μουσείου «δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να δούλεψε με μεγαλύτερη αγάπη για ένα έργο που πιστεύει σ’αυτό, όπως ο κύριος Ανεμογιάννης». Μερικά χρόνια αργότερα, το 1988 στη Γενεύη και οι δύο παρέστησαν και ανακηρύχθηκαν επίτιμα μέλη του διεθνούς πολιτιστικού σωματείου με την επωνυμία Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη με σκοπό την προώθηση της σκέψης και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.
Το Ημερολόγιο του Αγίου Όρους και η συστηματική μελέτη του τα τελευταία χρόνια, ανέδειξαν μια κάπως παραγνωρισμένη πτυχή του συγγραφέα, αυτή του συστηματικού ημερολογιογράφου κι έφερε στο φως ένα είδος κειμένων που η σε βάθος μελέτη τους, μπορεί να αποκαλύψει πραγματικά άγνωστους και κρυμμένους θησαυρούς της σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη. Πιο προσωπικά γραπτά του, όπως τα ημερολόγια και οι επιστολές του, μας οδηγούν ακόμη πιο κοντά στον δημιουργό μα και τον ίδιο τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη το 2020.
Ανάμεσα στους σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο Γιώργος Στασινάκης, χρόνια Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη και Επίτιμο Μέλος του Δ.Σ. του Μουσείου, έμπρακτα ενίσχυσε το έργο του Μουσείου από την ίδρυσή του ξεχωρίζει και ο εμπλουτισμός των Συλλογών του με σπουδαία τεκμήρια, όπως το τραπέζι του συγγραφέα από το σπίτι του στην Αντίπ της Γαλλίας και οι γραφές της Οδύσσειας, αλλά και πολλά άλλα τεκμήρια που εκτίθενται ή σώζονται στο Αρχείο του.
Το 2008 ο Γιώργος Στασινάκης παρέδωσε με χαρά τους δύο τόμους με τις γραφές της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη. Οι γραφές αυτές εκτίθενται από την ανακαίνιση του Μουσείου ως σήμερα επάνω στο τραπέζι του συγγραφέα, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στην Οδύσσεια του.
Πρόκειται για δυο πανόδετους τόμους, διαστάσεων 22Χ14Χ4,7 εκατοστά, με περίπου 1000 σελίδες έκαστος, αριθμημένες από τον συγγραφέα, οι οποίοι περιλαμβάνουν ολόκληρο το χειρόγραφο της Οδύσσειας του συγγραφέα με διορθώσεις και προσθήκες. Το τεκμήριο χρονολογείται μεταξύ 1929-1931 και εξαιρετικά σημαντικό για τη μελέτη του είναι το γεγονός πως διακρίνονται δύο διαφορετικοί τύποι γραφής, καθώς φαίνεται πως το σώμα των ραψωδιών αντιγράφεται από την Ελένη Καζαντζάκη και οι διορθώσεις, οι προσθήκες και τα παρασελίδια σχόλια ανήκουν στον ίδιο τον Καζαντζάκη. Στον πρώτο τόμο σημειώνεται πως «θα γίνουν 7 γραφές» και με κόκκινη ξυλομπογιά «ΟΔΥCEIA I/ β’ γραφή». Εκεί βρίσκουμε τις ραψωδίες Α έως Μ και προσθήκες και διορθώσεις των ραψωδιών Ν, Ο, Υ και Φ, ενώ στον δεύτερο τόμο που σημειώνεται «OΔYCEIA IΙ/ γ’ προς δ’ γραφή», βρίσκουμε ολοκληρωμένες τις ραψωδίες Ν έως Ω και διορθώσεις/προσθήκες για τις ραψωδίες Α έως Μ, παραπέμποντας μάλιστα στις αντίστοιχες σελίδες του πρώτου τόμου, δηλαδή της δεύτερης γραφής.
Γνωρίζουμε πως ο Καζαντζάκης υπέβαλε τα έργα του σε διαδοχικές επεξεργασίες κι έτσι δημιουργούσε διαφορετικές «γραφές» τους. Το κείμενο της Οδύσσειάς του, του magnum opus του, το επεξεργαζόταν για δεκατρία χρόνια, από το 1925 έως το 1938, ενώ δούλευε την ιδέα για τη συγγραφή της, όπως δείχνει η έρευνα, πολλά περισσότερα. Τον μόχθο, την ακάματη εργασία και το πείσμα για την ολοκλήρωση της δημιουργίας του, δηλώνει η προμετωπίδα της «δεύτερης προσωρινής γραφής», όπου σημειώνει τη μεστή νοήματος φράση του Leonardo da Vinci «ostinato rigore» (επίμονη αυστηρότητα) κι ακριβώς από κάτω τη δική φράση «απελπισμένος κι ανένδοτος».
Η Οδύσσεια των 33.333 στίχων τυπώθηκε το 1938 από τις εκδόσεις «Πυρσός» σε έναν ογκώδη τόμο μεγάλου σχήματος –σε 835 σελίδες με ειδικής κατασκευής τυπογραφικά στοιχεία, και με 10σέλιδο ένθετο Λεξιλόγιο– αφιερωμένο στη Miss Joe MacLeod, χορηγό της έκδοσης. Δυστυχώς έως σήμερα δεν γνωρίζουμε πού σώζονται οι υπόλοιπες γραφές, οι οποίες πρέπει να αποτελούσαν βελτιώσεις των μερών της Οδύσσειας, ενώ καμία δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο συστηματικής μελέτης.
Το φθινόπωρο του 2016 το Μουσείο Καζαντζάκη εντόπισε σε οίκο δημοπρασιών ένα σπάνιο αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του εμβληματικού μυθιστορήματος Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Το βιβλίο αγόρασε, έπειτα από προτροπή του Στέλιου Ματζαπετάκη, τότε προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου, ο επιχειρηματίας Σπύρος Κοκοτός. Ο Σπ. Κοκοτός στην τελετή παράδοσης που ακολούθησε δώρισε το τεκμήριο στο Μουσείο δηλώνοντας χαρακτηριστικά «φυσικά και το δωρίζω στο Μουσείο, αφού θεωρώ ότι εκεί είναι η θέση του και όχι στο αθέατο ράφι μιας βιβλιοθήκης».
Η σπουδαιότητα του συλλεκτικού αυτού αντιτύπου έγκειται στο γεγονός ότι φέρει πλήθος αυτόγραφων διορθώσεων και συμπληρώσεις, που έγιναν από τον ίδιο τον συγγραφέα ενόψει της δεύτερης έκδοσης του έργου. Σε αυτό επίσης σημειώνεται και η νέα διευθέτηση του κειμένου σε 25 τυπογραφικά (έναντι 22 της πρώτης έκδοσης). Μάλιστα η αξία του φάνηκε και από το έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον, καθώς αν και η αρχική του εκτίμηση ήταν έως 3.500 ευρώ, έφτασε τελικά να κατακυρωθεί σε διπλάσια τιμή.
Το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά αποτελεί αναμφίβολα το πιο γνωστό και πολυμεταφρασμένο έργο του συγγραφέα, αυτό που τον καθιέρωσε στο διεθνές κοινό, αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το διαβατήριό του για παγκόσμια αναγνώριση και αυτό που «γέννησε» έναν από τους πιο διάσημους ήρωές του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το πρώτο από τα γνωστά μυθιστορήματά του και το μοναδικό που γράφτηκε στην Ελλάδα και στα ελληνικά πριν την οριστική αναχώρηση του για το εξωτερικό.
Ο Ζορμπάς γράφεται στην Αίγινα το 1941, αρχικά με τον τίτλο «Το συναξάρι του Ζορμπά», ολοκληρώνεται το 1943 και κυκλοφορεί για πρώτη φορά από τις Εκδόσεις Δημητράκου το 1946. Η έκδοση του Ζορμπά συνέπεσε με την αναχώρηση του Καζαντζάκη στην Αγγλία, αφού το ίδιο καλοκαίρι ταξίδεψε προσκεκλημένος του βρετανικού συμβουλίου. Εκεί, εγκατεστημένος στο Κέιμπριτζ, όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα, έγραψε σε χρόνο αστραπί, μόλις σε μερικούς μήνες, το άγνωστο έως πριν λίγο καιρό μυθιστόρημα ο Ανήφορος πριν ακόμα καλά καλά κυκλοφορήσει ο Ζορμπάς στην Ελλάδα και πριν φυσικά μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στο εξωτερικό. Μάλιστα η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου και η άμεση ανταπόκριση του ξένου κοινού στις μεταφράσεις του έργου, εικάζουμε πως αποτέλεσε μία από τις αιτίες που ο Ανήφορος «έμεινε στο συρτάρι».
Η προσεκτική εξέταση του μοναδικού αυτού αντιτύπου έχει μεγάλο ενδιαφέρον κυρίως ως προς τις εκφραστικές επιλογές του συγγραφέα και αποτελεί έναν σημαντικό μάρτυρα που μας επιτρέπει κάτι ιδιαιτέρως γοητευτικό για κάθε εποχή και για κάθε δημιουργό, να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο «εργαστήρι» του. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1954, και κάποιες από τις διορθώσεις του Καζαντζάκη πέρασαν σ’εκείνη την έκδοση, άλλες πέρασαν σε επόμενες και άλλες αφαιρέθηκαν στην πορεία από τους εκδότες. Έτσι, ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον κυριότερα ως προς την αναζήτηση της περιβόητης «συγγραφικής βούλησης» έχει η αντιπαραβολή και η συγκριτική συνεξέταση όλων των εκδόσεων και επανεκδόσεων του έργου.
Η εύρεση και συγκέντρωση υλικού που σχετιζόταν με τις διάφορες παραγωγές του Ζορμπά (κινηματογράφος, θέατρο, μιούζικαλ κ.α.) ανά τον κόσμο ήταν από τα πρώτα θέματα που απασχόλησαν τον Γιώργο Ανεμογιάννη, αφότου αποφάσισε την ίδρυση του Μουσείου Καζαντζάκη. Ήδη από το 1979 είχε κατορθώσει να συγκεντρώνει σχετικό υλικό από θεατρικές παραστάσεις και μιούζικαλ του Ζορμπά που είχαν ανέβει σε σκηνές της Ευρώπης, ενώ ήταν σε επικοινωνία με παραγωγούς από τις ΗΠΑ. Ανάμεσα στο τεράστιο υλικό που πέτυχε να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει ξεχωρίζει το σενάριο της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη «Zorba the Greek”.
Ο Καζαντζάκης είχε συνεργαστεί στον Λονδίνο με τον Κακογιάννη για τις ανάγκες ραδιοφωνικών εκπομπών του BBC αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε αλληλογραφούσαν σποραδικά. Το 1954 συναντήθηκαν εκ νέου στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου παρακολούθησαν μαζί στο θεωρείο του Καζαντζάκη τις προβολές του φεστιβάλ. Εκεί ο Καζαντζάκης εξέφρασε στον Κακογιάννη την επιθυμία του να δει ένα έργο του να μεταφέρεται στον κινηματογράφο έχοντας τον Κακογιάννη στη σκηνοθεσία του. Η επιθυμία αυτή του Καζαντζάκη έγινε πραγματικότητα 9 χρόνια αργότερα.
Ο Κακογιάννης τότε είχε πλέον την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει ο ίδιος την παραγωγή του «Ζορμπά» και είχε κατορθώσει να λύσει τα προβλήματα του σεναρίου που είχαν αποθαρρύνει πολλούς άλλους δημιουργούς στο να επιχειρήσουν να μεταφέρουν το βιβλίο του Καζαντζάκη στον κινηματογράφο. Η ταινία γυρίστηκε το 1964 στην Κρήτη σε διανομή της 20th Century Fox.
Οι κριτικές για την ταινία ήταν αποθεωτικές εστιάζοντας στην άρτια σκηνοθεσία και σενάριο του Κακογιάννη, στην υποκριτή πληρότητα των πρωταγωνιστών/τριών και βεβαίως στην αλησμόνητη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Στην 37η Απονομή των Βραβείων Όσκαρ (1965) η ταινία ήταν υποψήφια για 7 Βραβεία (Καλύτερης ταινίας, Ά ανδρικού ρόλου, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Β’ γυναικείου ρόλου, Ασπρόμαυρης φωτογραφίας και Ασπρόμαυρης σκηνογραφίας) κερδίζοντας μάλιστα τα 3 τελευταία. Επιπλέον, προτάθηκε για 5 Χρυσές Σφαίρες, 4 Βραβεία BAFTA, ενώ ο Θεοδωράκης ήταν επιπλέον υποψήφιος για το Βραβείο Grammy στην κατηγορία καλύτερης μουσικής γραμμένης για κινηματογραφική ταινία. Εμπορικά η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία με τις εισπράξεις της μόνο στο αμερικάνικο box-office να φτάνουν το εννεαπλάσιο του κόστους παραγωγής.
Η ενσάρκωση του θρυλικού χαρακτήρα του Καζαντζάκη στη μεγάλη οθόνη από τον Antony Quinn που ήταν τόσο τέλεια που έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου ως μια από τις αρτιότερες ερμηνείες που έχουν υπάρξει. Ο Quinn, παρόλο που πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 150 ταινίες, ο ρόλος του ως Ζορμπάς ήταν αυτός που τον σημάδεψε υποκριτικά και τον οδήγησε στην τέταρτη υποψηφιότητά του για Βραβείο Όσκαρ. Μάλιστα, ο ίδιος ο Quinn σε συνέντευξη του είχε ομολογήσει πως ο χαρακτήρας του Ζορμπά τον επηρέασε καθοριστικά, τόσο σε προσωπικό επίπεδο ωθώντας τον στα να υιοθετήσει μια πιο ελεύθερη και ανέμελη ζωή, αλλά και υποκριτικά, καθώς προσπαθούσε σε όλους του μεταγενέστερους ρόλους του να βάζει «πινελιές» από το πνεύμα του Ζορμπά. «Ποτέ δε θα μπορέσω να αποξενωθώ από τον ρόλο του Ζορμπά. Ήταν κάτι σαν την ίδια μου τη ζωή» είχε χαρακτηριστικά δηλώσει σε συνέντευξή του.
Ο Quinn επειδή θαύμαζε την εκφραστική δύναμη και το βάθος των ιδεών του Καζαντζάκη δούλεψε πολύ εντατικά, με σεβασμό και με έμφαση στην παραμικρή λεπτομέρεια για να αποδώσει τον χαρακτήρα του Ζορμπά όσο πιο καλά γινόταν. Ο Κακογιάννης του είχε θέσει σαν όρο πως όταν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας θα πρέπει να έχει γίνει τέλειος ερμηνευτής ελληνικών χορών. Έτσι, ο Quinn επί δύο μήνες έκανε εντατικές πρόβες και συνεργαζόταν στενά με τον Θεοδωράκη, ώστε να αποδώσει στον περίφημο Zorba Dance την ψυχή και το πνεύμα του Ζορμπά στην ολότητά του.
Τo 1948 ο Νίκος Καζαντζάκης ολοκληρώνει το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του και μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Το 1955, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης Ζυλ Ντασσέν επισκέφτηκε το ζεύγος Καζαντζάκη στο σπίτι τους στη νότια Γαλλία, το θρυλικό «Κουκούλι», όπου τους διάβασε το σενάριο που είχε ετοιμάσει για την κινηματογραφική μεταφορά στα Γαλλικά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» με τον τίτλο «Celui qui doit mourir» («Αυτός που πρέπει να πεθάνει»). Σε επόμενη επίσκεψη, τον σκηνοθέτη θα συνοδέψει η σύζυγός του, Μελίνα Μερκούρη, που έμελλε να εξελιχθεί σε καλή φίλη του ζεύγους και είναι αυτή που σαν Υπουργός Πολιτισμού θα εγκαινιάσει το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη αρκετά χρόνια αργότερα. Το σενάριο του Ντασέν άρεσε στον Καζαντζάκη και προχώρησαν οι διαδικασίες γυρίσματος της ταινίας.
Η ταινία γυρίστηκε καλοκαίρι στην Κριτσά Λασιθίου στην Κρήτη με τους κατοίκους του χωριού να συμμετέχουν ενεργά στην υποστήριξη και σε πολλές σκηνές, καθώς θεωρούσαν τιμή τους να αποτελούν μέρος ενός έργου του Καζαντζάκη. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν το 1957, με τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Μαγδαληνής και τον Πιερ Βανέκ σ’ εκείνον του Χριστού. Τη μουσική υπέγραφε ο Ζωρζ Ορικ, αλλά η επιμέλεια των ελληνικών θεμάτων με τα θαυμάσια χορωδιακά, που είτε τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, είτε ψαλμούς, είτε δημοτικά τραγούδια, επιτείνοντας τους επιβλητικούς τόνους και δίνοντας μια ισχυρή ελληνική ταυτότητα στο έργο, είναι του Μάνου Χατζιδάκι.
Το ενδυματολογικό κομμάτι της υπόθεσης ανέλαβε μία άλλη τεράστια προσωπικότητα της Νεοελληνικής Τέχνης, ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910–1989), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή ιδιαίτερα στη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ. Παράλληλα, εργάσθηκε και ως σκηνογράφος σε ελληνικά και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Το έργο και η προσωπικότητά του επηρέασαν καθοριστικά τη Νεοελληνική Τέχνη πρωτοστατώντας στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης σε αρμονική όμως, συνύπαρξη με τα παγκόσμια καλλιτεχνικά ρεύματα. Οι δημιουργίες του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία από τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία, μέχρι σκηνές από την καθημερινότητα του απλού Έλληνα στις γειτονιές του Πειραιά και της επαρχίας και φόρμες με προέλευση από τη βυζαντινή αγιογραφία.
Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη έχει την μεγάλη χαρά και τιμή να έχει στη συλλογή του και να εκθέτει στη Μόνιμη Έκθεσή του τα σχέδια δύο κοστουμιών του Τσαρούχη για την ταινία του Ντασέν, καθώς και μια φωτογραφία από τη δοκιμή των κουστουμιών με τον Τσαρούχη να επιβλέπει την πρόβα. Πρόκειται για τα κουστούμια των χαρακτήρων «Παπά-Φώτης» και «Γιουσουφάκι». Είναι σχεδιασμένα πάνω σε χαρτί από μπλοκ ζωγραφικής διαστάσεων 35 εκ. Χ 25 εκ. και φέρουν υπογραφή του δημιουργού τους. Τα μοναδικά αυτά σχέδια αποτελούν δωρεά του Ν. Λ. Τουτουντζάκη προς Μουσείο Καζαντζάκη και τον ιδρυτή του, Γιώργο Ανεμογιάννη. Το Μουσείο στη συστηματική προσπάθειά του να προστατεύει τις συλλογές του προχώρησε το διάστημα 2008–2009 στην πλήρη συντήρηση των σχεδίων αυτών, καθιστώντας τα πλέον ασφαλή στο πέρασμα του χρόνου.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου 1957 στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών με τον Καζαντζάκη και την Ελένη να είναι παρόντες, πλάι στον Ντασέν και τη Μελίνα. Ο Καζαντζάκης συγκινημένος δήλωσε: «Δεν είμαι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν η ταινία να αποτελεί πιστό αντίγραφο του έργου. Ο κινηματογράφος οφείλει να υπακούσει σε μια τεχνική πολύ διαφορετική από την τεχνική του μυθιστορήματος. Μπορώ να σας πω ότι η ταινία του Ζιλ Ντασσέν με συνεκλόνισε και είμαι ευτυχής, διότι η διασκευή δεν πρόδωσε καθόλου το πρωτότυπο.» Αυτή ήταν η μοναδική ταινία που βασιζόταν σε έργο του και μπόρεσε να παρακολουθήσει ο Καζαντζάκης, καθώς μερικούς μήνες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το θεατρικό έργο «Σόδομα και Γόμορρα» δημοσιεύτηκε το 1949. Πρόκειται για μια τραγωδία θεολογικού προβληματισμού, στην οποία ο Καζαντζάκης πραγματεύεται το θέμα της ανθρώπινης εξέγερσης, τροποποιώντας τη Βιβλική αφήγηση για να αναδείξει τα στοιχεία που ήθελε. Έγραφε σχετικά: «Είχα ανάγκη από έναν Αβραάμ, «βελάζον πρόβατον», βρήκα στη Βίβλο έναν άλλον Αβραάμ, τον επεξεργάστηκα για να υπηρετήσει τα σχέδια μου. Είναι τόσο καλό και τόσο σωστό να βιάζεις λίγο την Παράδοση, αυτή τη γριά μέγαιρα! Για τον δημιουργό, δίκαιο κι άδικο, καλό ή πονηρό, Θεός και διάβολος δεν υπάρχουν πια. Υπάρχει μόνο μια φλόγα, που πεινάει και καταβροχθίζει όλες αυτές τις ζουμερές τροφές.»
Το έργο διδάχθηκε από σκηνής για πρώτη φορά στο ιστορικό Εθνικό Θέατρο του Μάνχαϊμ , εκεί που το 1782 ο Friedrich Schiller ανέβασε για πρώτη φορά το πρώτο του και εμβληματικό του έργο «Οι ληστές». Σημαδιακό είναι πως ο Καζαντζάκης, στα τελευταία χρόνια της γυμνασιακής του ζωής στο Ηράκλειο, είχε παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παράσταση που του έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του, καθώς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε θέατρο.
Η παράσταση ανέβηκε με τον τίτλο «Feuer über Sodom» («Φωτιά πάνω από τα Σόδομα») κάνοντας πρεμιέρα την 1η Δεκεμβρίου 1954, παρουσία του ζεύγους Καζαντζάκη. Λίγο πριν την παράσταση ο Καζαντζάκης σε συνέντευξή του εξέφρασε την αγάπη του για τα βιβλία, τον γερμανικό πολιτισμό και λογοτεχνία και τις καλές διαχρονικές σχέσεις του με τη Γερμανία. Παρόλα αυτά, η παράσταση ήταν για τον Καζαντζάκη μια μεγάλη απογοήτευση. Χαρακτηριστικά έγραψε στον Πρεβελάκη: «Στο Mannheim δεν κατάλαβαν τίποτα από τα «Σόδομα». Το ‘καμαν σαν μπαλέτο. Παίχτηκε τρεις φορές, ήρθε κόσμος πολύς, μα δε μπορούσα να το βλέπω και παρακάλεσα το διευθυντή να το κατεβάσει. Δε με ρώτησαν καθόλου, όταν το μελετούσαν, τι θέλω να πω, κι έκαμαν ό,τι κατέβασε το μυαλουδάκι τους.»
Σκηνοθέτης της παράστασης ήταν ο Wolfgang von Stass, ενώ πρωταγωνιστούσαν ο Erich Musil και η Aldona Ehret ως ο Λωτ και η σύζυγος του, ο Jörg Schleicher και η Lucy Valenta ως το βασιλικό ζεύγος και ο Friedrich Gröndahl ως ο Άγγελος. Η διασκευή του σεναρίου έγινε από τον Hans Schwartz, ο οποίος μετέφρασε το έργο του Καζαντζάκη στα Γερμανικά από γαλλικό κείμενο σχεδόν κατά λέξη, κάτι που δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην ομαλή ροή των διαλόγων και στην ακριβή απόδοση του νοήματος.
Τα κουστούμια της παράστασης τα σχεδίασε η Gerda Schulte, μια από τις πιο αξιόλογες και πρωτοπόρες σχεδιάστριες κουστουμιών θεάτρου της Γερμανίας κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Τα σχέδια των κουστουμιών εντόπισε ο Γιώργος Ανεμογιάννης, όταν ευρισκόμενος στη Γερμανία για διακοπές, επισκέφτηκε το Θέατρο και το Θεατρικό Μουσείο του Μάνχαϊμ. Γνωρίζοντας πως το 1954 είχε ανέβει εκεί το θεατρικό του Καζαντζάκη, αναζήτησε σχετικό υλικό και μπόρεσε να αποκτήσει φωτογραφίες, το πρόγραμμα και κριτικές για την παράσταση μαζί με τα στοιχεία επικοινωνίας της Schulte. Σαν συνάδελφος σκηνογράφος, επικοινώνησε μαζί της και αυτή σύντομα και με χαρά του απέστειλε τα σχέδια των κουστουμιών της παράστασης με σκοπό αυτά να εμπλουτίσουν τις συλλογές του υπό ίδρυση ακόμα τότε Μουσείου Καζαντζάκη. Πρόκειται για τις μακέτες των κουστουμιών των πέντε κύριων χαρακτήρων του έργου διαστάσεων 35εκ. Χ 23,5 εκ., σχεδιασμένα με έντονα χρώματα πάνω σε μαύρο φόντο. Τα σχέδια αυτά κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία του Μουσείου, καθώς αποτελούν τα πρώτα σχέδια θεατρικών κουστουμιών που αποκτήθηκαν για το Θεατρικό Αρχείο του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη.
Σαράντα και πλέον χρόνια μετά, η Θεατρική Συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνει προγράμματα, αφίσες, σχέδια κοστουμιών και σκηνικών, τρισδιάστατες μακέτες, κοστούμια από τις παραστάσεις των θεατρικών έργων ή των διασκευασμένων για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη. Το πολύ πλούσιο περιεχόμενο της συλλογής αυτής, προερχόμενο από Ελλάδα και εξωτερικό, οφείλεται στην ιδιότητα, στις διασυνδέσεις και στην ερευνητική ικανότητα του ιδρυτή του Μουσείου, σκηνογράφου-ενδυματολόγου Γιώργου Ανεμογιάννη.
Το 1936 η Ισπανία βυθίζεται σε μια αβυσσαλέα εμφύλια διαμάχη μεταξύ των επαναστατών Εθνικιστών και του συνασπισμού δημοκρατών, κομμουνιστών, αναρχικών και φιλελεύθερων δυνάμεων της Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Η σύγκρουση θα ολοκληρωθεί το 1939 με την παράταξη των Εθνικιστών να επικρατεί.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος έχει χαρακτηριστεί ως «πρόβα τζενεράλε» του επερχόμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή ως ο «τελευταίος ρομαντικός πόλεμος». Δημοσιογραφικά πρακτορεία από όλον τον κόσμο έστησαν πρωτοφανείς μηχανισμούς πληροφόρησης και εμπιστεύτηκαν την ανταπόκρισή του στις πιο «λαμπρές πένες» της εποχής. Ο Ισπανικός Εμφύλιος έδωσε στη δημοσιογραφία την ευκαιρία να ταυτιστεί επιτυχώς με τη λογοτεχνία. Στα πεδία των μαχών βρέθηκαν μεγάλοι λογοτέχνες, όπως οι Λόρκα, Όργουελ, Χέμινγουεϊ, Νερούδα, Σέντ-Εξυπερύ και βεβαίως ο «δικός μας» Νίκος Καζαντζάκης.
Την 1η Οκτωβρίου 1936, ο αρχισυντάκτης της «Καθημερινής», Αιμίλιος Χουρμούζιος, τηλεγραφεί κατεπειγόντως στον Καζαντζάκη καλώντας τον να αναλάβει χρέη εντεταλμένου ανταποκριτή της εφημερίδας για τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο Καζαντζάκης συμφωνεί με τη συνεργασία του αυτή με τη συντηρητική Καθημερινή να συζητείται αρκετά. Ωστόσο, η οδηγία που έδωσε ο Χουρμούζιος στον Καζαντζάκη ήταν να «πει την αλήθεια» και ο Καζαντζάκης θα δικαιώσει απόλυτα την εμπιστοσύνη του.
Η αποστολή ξεκινά στις 2 Οκτωβρίου με τον Καζαντζάκη να ακολουθεί την πορεία των στρατευμάτων των Εθνικιστικών προς την κεντρική και βόρεια Ισπανία και ολοκληρώνεται στις 19 Νοεμβρίου. Αρχές Νοεμβρίου ο Καζαντζάκης βρίσκεται 13 χιλ. έξω από τη Μαδρίτη στην πόλη της Χετάφε, δίπλα από τον «Λόφο των Αγγέλων», το γεωγραφικό κέντρο της Ιβηρικής Χερσονήσου. Περιπλανιέται στο πεδίο της μάχης και από εκεί προέρχονται τα Κρυμμένα Διαμάντια του μήνα.
Είναι «τα ισπανικά “δώρα” που δε μας αποχωρίστηκαν ποτέ», όπως έλεγε η Ελένη Καζαντζάκη. Απ’ αυτά, δύο κοσμούν τη Μόνιμη Έκθεση του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη και εκτίθενται στην ενότητα των ταξιδιωτικών. Από τη μια, πρόκειται για τη φωτογραφία δυο μικρών παιδιών, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, στην πίσω όψη της οποίας ο Καζαντζάκης έχει σημειώσει με κόκκινη ξυλομπογιά: «5 Nov 1936. Τη βρήκα στα χαρακώματα του Getafe την επόμενη που το πήραν οι νασιοναλ. σ’ ένα μαντύα». Από την άλλη, μια κόκκινη ματωμένη σημαία που ο Καζαντζάκης ανέσυρε από το αμπέχονο ενός νεκρού στρατιώτη των Δημοκρατικών.
Ο πόλεμος δεν είναι μόνο τα όπλα. Είναι και οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων, οι αφώτιστες μικρές στιγμές και η αγάπη που τσακίζονται στην άβυσσο της βίας, τα απαρατήρητα ανθρώπινα δράματα που τα προσπερνούν τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας. Οι ζωές που προσπαθούν να συνεχίσουν να ζουν, τα πρόσωπα που με τις εκφράσεις τους χαρακτηρίζουν ολόκληρες εποχές και οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί για τα καταγράψουν. Σε αυτούς τους ανθρώπους περιλαμβάνεται ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ολόσωμο πορτρέτο του Νίκου Καζαντζάκη ενυπόγραφο από τον Φώτη Κόντογλου και χρονολογημένο το 1922. Ο Καζαντζάκης εικονίζεται να περπατά σε κήπο, έχοντας υπό μάλης ένα βιβλίο. Το έργο είναι σκίτσο, με πενάκι σε ακουαρέλα και λαμβάνει ως έμπνευση φωτογραφία του Καζαντζάκη στην Κηφισιά το 1921.
Στην πίσω πλευρά του έργου τέχνης υπάρχει η ακόλουθη χειρόγραφη αφιέρωση του δημιουργού του Φώτη Κόντογλου, με χαρακτηριστική ταπεινότητα, προς τον συγγραφέα: «Κύριε Καζαντζάκη, Σας χαιρετώ. Δεχτείτε αυτή τη μικρή ζωγραφιά σαν έναν μικρότατον φόρον ευγνωμοσύνης για μίαν εκτίμησιν, που ίσως δεν είμαι πέρα πέρα άξιός της. Φώτης Κόντογλους».
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε γνωριστεί με τον Φώτη Κόντογλου και ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς. Ο Καζαντζάκης εκτιμούσε το έργο του Κόντογλου και παράλληλα είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει. Η εκτίμησή του προς τον Κόντογλου φαίνεται και από το άρθρο με τίτλο «Θνητοί και Αθάνατοι» που του αφιέρωσε δεκαπέντε χρόνια αργότερα στη σειρά των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων στον Μοριά, τα οποία δημοσίευσε η εφημερίδα Καθημερινή το 1937. Ο Καζαντζάκης συνάντησε τότε τον Κόντογλου επί τω έργω στον Μυστρά, όταν συντηρούσε βυζαντινές τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Παναγίας Περιβλέπτου. Ο Κόντογλου είχε εργαστεί κατά τη δεκαετία του 1930 ως συντηρητής και κατά τα έτη 1936 - 1938 και στον Μυστρά, με επαγγελματική ευαισθησία που μπορεί να συγκριθεί με τις σημερινές αρχές διατήρησης των μνημείων.
Ο Φώτης Κόντογλου (1895 – 1965) αποτέλεσε έναν πολύ σημαντικό εκφραστή της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Παράλληλα, εκτός από αγιογράφος και συντηρητής αγιογραφιών, ήταν ζωγράφος και λογοτέχνης. Είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, το πατρικό του επώνυμο ήταν Αποστολέλης, αλλά διατήρησε αυτό της μητέρας του καθώς είχε χάσει τον πατέρα του όταν ήταν σε βρεφική ηλικία. Το 1913 ξεκίνησε τη φοίτηση στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, τον επόμενο χρόνο πήγε στη Γαλλία και επέτρεψε στο Αϊβαλί το 1919. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη δεκαετία του 1950 η καλλιτεχνική του πορεία κορυφώθηκε, αναλαμβάνοντας την εικονογράφηση αρκετών ναών, κυρίως στην Αθήνα.
Πρόκειται για ολόσωμη φιγούρα από τερακότα που απεικονίζει το συγγραφέα όρθιο, να φέρει ενωμένα, λίγο κάτω από το ύψος του στήθους, τα δύο του χέρια. Στο αριστερό του χέρι κρατά την πίπα του. Έχει ύψος 34 εκ. και φιλοτεχνήθηκε από τη Φρόσω Ευθυμιάδη το 1945.
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζεται χωρίς γυαλιά και μουστάκι. Όντως εκείνο το έτος είχε ξυρισμένο του μουστάκι του, όπως βλέπουμε σε φωτογραφίες της περιόδου. Μάλιστα συγκρίνοντας με ενδεικτική φωτογραφία από την αποστολή της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1945, το έργο αποδίδει τα βασικά φυσιογνωμικά, σωματομετρικά και ενδυματολογικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα με αξιοσημείωτη ακρίβεια.
Η Φρόσω Ευθυμιάδη – Μενεγάκη (1916 - 1995) ήταν γλύπτρια και κεραμίστρια, βραβευμένη το 1974 από την Ακαδημία Αθηνών για το καλλιτεχνικό της έργο. Αποτέλεσε την πρώτη γυναίκα που προτάθηκε να εκλεγεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1980. Μαθήτευσε δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες στη Βιέννη και το Παρίσι, ενώ ταξίδεψε σε πολλές χώρες ανά την υφήλιο για να μελετήσει την τέχνη και να λάβει καλλιτεχνική ενημέρωση. Το έργο της έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Γνωρίστηκε σε νεανική ηλικία με τον Νίκο Καζαντζάκη και σώζεται φωτογραφικό υλικό από επίσκεψή της στην Αίγινα το 1937.
Το 1945 ήταν μία σημαντική χρονιά για τον Νίκο Καζαντζάκη. Διαμένοντας κυρίως στην Αθήνα, αναπτύσσει πολιτική δράση που καταλήγει στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης. Το ίδιο διάστημα υποβάλλει υποψηφιότητα για μια κενή θέση στην τάξη Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά αποτυχαίνει για δυο ψήφους. Το καλοκαίρι λαμβάνει μέρος σε κρίσιμη κυβερνητική αποστολή, στην Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων στην Κρήτη, μαζί με τους καθηγητές Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Γιάννη Κακριδή, και τον φωτογράφο Κώστα Κουτουλάκη. Στις 11 Νοεμβρίου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού. Στις 26 Νοεμβρίου ορκίζεται ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Σοφούλη.
Ιδιόχειρο άλμπουμ από τον φωτογράφο Κώστα Κουτουλάκη, με τίτλο «Ο Καζαντζάκης στην Κρήτη – Cazantzakis en Crète». Στο εξώφυλλο επίσης αναγράφεται «Photos Costas Coutoulakis - Athenes» και η χρονολογία 1945.
Το άλμπουμ περιέχει πέντε επιλεγμένες φωτογραφίες που απεικονίζουν τον Νίκο Καζαντζάκη κατά την αποστολή της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεων Ωμοτήτων στην Κρήτη το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης. Τις φωτογραφίες συνοδεύουν χειρόγραφες λεζάντες από τον φωτογράφο.
Στην Επιτροπή συμμετείχαν μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη οι πανεπιστημιακοί Καθηγητές Ιωάννης Καλιτσουνάκης και Γιάννης Κακριδής, καθώς και ο Κώστας Κουτουλάκης ως φωτογράφος. Η Επιτροπή περιόδευσε την Κρήτη από την περιοχή Χανίων στα δυτικά μέχρι τη Μονή Τοπλού στο ανατολικό όριο της Μεγαλονήσου καταγράφοντας ωμότητες που διέπραξαν οι δυνάμεις κατοχής του Άξονα κατά τα έτη 1941 – 1945.
Οι φωτογραφίες του άλμπουμ παρουσιάζουν ενδεικτικές εικόνες της καθημερινότητας της αποστολής, όπως η καταγραφή σημειώσεων από ναζιστικές φρικαλεότητες στο Άνω Μέρος Αμαρίου και στην Αγυά Χανίων.
Το άλμπουμ αυτό δεν δόθηκε ωστόσο στον Νίκο Καζαντζάκη το 1945, αλλά έντεκα χρόνια μετά, όπως μας πληροφορεί η συνοδευτική επιστολή που έστειλε ο Κώστας Κουτουλάκης στον συγγραφέα την 1η Ιουλίου του 1956.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι του αποστέλει «ένα μικρό άλμπουμ με ολίγας φωτογραφίας που τράβηξα». Η επιστολή εστάλη από την Κριτσά Λασιθίου, την ιδιαίτερη πατρίδα του φωτογράφου. Εκείνο το διάστημα μάλιστα στον οικισμό είχε ξεκινήσει η κινηματογράφηση της μεταφοράς του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στην ταινία του Ζιλ Ντασσέν «Celui qui doit mourir», με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Ο Κουτουλάκης θα γινόταν ο φωτογράφος των κινηματογραφικών γυρισμάτων της.
«Τα “τεφτέρια” όπου έγραφε την Οδύσεια (κάθε τεφτέρι και ραψωδία), ο Καζαντζάκης τα φύλαγε σ’ ένα όμορφο κρητικό βουργιάλι (ταγάρι) που του είχα χαρίσει και που είχε υφανθεί επίτηδες στο Ρέθεμνος» αναφέρει ο αδελφικός του φίλος Παντελής Πρεβελάκης στο Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη (σ. 40).
Οι βούργιες χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά τροφίμων και ποτών, αλλά και εγγράφων ή βιβλίων. Το συγκεκριμένο βουργιάλι είναι μάλλινο, υφασμένο σε παραδοσιακό κρητικό αργαλειό, με προέλευση την κεντρική Κρήτη (Π.Ε. Ρεθύμνου και Ηρακλείου) και χρονολόγηση κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως μας πληροφορεί η έρευνα της κ. Ζωής Παπαδάκη, ιδρύτριας του εργαστηρίου υφαντικής Εργαστίνη, την οποία μοιράστηκε ευγενικά μαζί μας. Ανήκει στην κατηγορία των κεντητών υφαντών με ενυφασμένη διακόσμηση και βασικό χρώμα το κόκκινο, ενώ τα ξόμπλια έχουν μεγάλη χρωματική ποικιλία. Η μπροστινή πλευρά έχει υφανθεί με την τεχνική των κιλιμιών, σε διακοσμητικές ζώνες με γεωμετρικά μοτίβα, κυρίως ρόμβους. Η πίσω πλευρά, που δεν προορίζονταν να είναι ορατή, έχει βασική τεχνική ύφανσης σε ριγωτό μοτίβο. Οι δύο πλευρές ράβονται μεταξύ τους με μια ειδική πολύχρωμη ραφή που λέγεται τροχός.
Το 1960 ο νεαρός τότε Fred Reed, διακεκριμένος έπειτα δημοσιογράφος, μεταφραστής και συγγραφέας, αγοράζει τυχαία σ' ένα βιβλιοπωλείο στο Χόλυγουντ την αγγλική μετάφραση του μυθιστορήματος Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε, το βιβλίο αυτό θα του άλλαζε τη ζωή. Έμαθε ελληνικά και σε λίγα χρόνια εκδόθηκε η μετάφραση του έργου του Καζαντζάκη Ταξιδεύοντας: Ο Μοριάς που έκανε ο Reed στα Αγγλικά υπό τον τίτλο Journey tο the Morea.
«Για λόγους πολιτικούς μου ήταν αδύνατο να φύγω από τον Καναδά, όπου είχα βρει καταφύγιο ως ανυπόταχτος στον αμερικάνικο στρατό στο Βιετνάμ. Έστειλα λοιπόν τη σύζυγό μου ως αντιπρόσωπο στην Γενεύη, όπου κατοικούσε η κα. Καζαντζάκη. Τότε, σε μια συναισθηματικά φορτωμένη συνάντηση της χάρισε το κόκκινο κρητικό βουργιάλι». Ο Reed στη συνέχεια κράτησε για χρόνια το βουργιάλι στην οικία του, έχοντάς το ως στολίδι. Τελικά, η δωρεά του αντικειμένου αυτού στο Μουσείο Καζαντζάκη έγινε το 2013 και σημαντικό ρόλο σε αυτήν έπαιξε ο Διονύσιος
Σκαλιώτης, επί δεκαετίες καλός φίλος του Fred Reed, ο οποίος παρέδωσε και το βουργιάλι στο Μουσείο.
Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη έχει μία ιδιαίτερη συλλογή προσωπικών αντικειμένων του οικουμενικού συγγραφέα. Τα προσωπικά του αντικείμενα, μεταξύ άλλων, μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τον άνθρωπο Καζαντζάκη. Η καθημερινή του ζωή και οι προσωπικές του συνήθειες αντικατοπτρίζονται στη χρήση αυτών των αντικειμένων υλικού πολιτισμού.
Σχετικά νέα